- ἐριθακίς
- ἐρῑθᾰκίς, ίδος, ἡ,A = e)/riqos (h() , a female day-labourer, Theoc.3.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριθακίς — ἐριθακίς, ἡ (Α) 1. εργάτρια, δουλεύτρα 2. υπηρέτρια, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριθος + ακις] … Dictionary of Greek
ἐριθακίς — ἐρῑθακίς , ἐριθακίς a female day labourer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθακίδα — ἐρῑθακίδα , ἐριθακίς a female day labourer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)